- απρέπεια
- η (AM ἀπρέπεια)έλλειψη ευπρέπειας ή κοσμιότηταςνεοελλ.κακή, απρεπής ενέργειααρχ.ασχήμια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπρεπείᾳ — ἀπρεπείᾱͅ , ἀπρέπεια unseemliness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρέπεια — unseemliness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απρέπεια — η αγένεια, ασχήμια: Αυτό που έκανες απόψε ήταν απρέπεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπρεπείας — ἀπρεπείᾱς , ἀπρέπεια unseemliness fem acc pl ἀπρεπείᾱς , ἀπρέπεια unseemliness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρεπείαις — ἀπρέπεια unseemliness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπρέπειαν — ἀπρέπεια unseemliness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτροπος — I Μια από τις τρεις Μοίρες της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. II (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 8 Μαρτίου 1888. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,7 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη… … Dictionary of Greek
αγένεια — η (Α ἀγένεια) [ἀγενής] νεοελλ. έλλειψη ευγένειας, καλών τρόπων στην κοινωνική συμπεριφορά, απρέπεια αρχ. ταπεινή καταγωγή … Dictionary of Greek
αδρομία — η [άδρομος] 1. (κυριολεκτικά) η έλλειψη δρόμων ή συγκοινωνίας 2. αστοχία στα λόγια, απρέπεια … Dictionary of Greek
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek